διατρητικός

διατρητικός
η , ό[ν]
1) протыкающий, пробивающий; прокалывающий; пробивной; бронебойный;

διατρητική δύναμη — пробивная сила;

διατρητικο βλήμα — бронебойный снаряд;

2) сверлильный;

διατρητική μηχανή — сверлильный станок


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "διατρητικός" в других словарях:

  • διατρητικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη διάτρηση 2. αυτός που μπορεί να διατρυπά. 3. φρ. «διατρητική μηχανή» μηχανή με πληκτρολόγιο το οποίο συνδέεται με συγκρότημα διατρητικών ακίδων, για τη διάτρηση δελτίων κατά τη μηχανογράφηση. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ …   Dictionary of Greek

  • διατρητικός — ή, ό αυτός που έχει την ιδιότητα να διατρυπά: Το διατρητικό εργαλείο ανοίγει τρύπες σε φύλλα χαρτιού, για να μπουν σε ντοσιέ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τορός — (I) ά, όν, ΜΑ 1. (για φωνή ή ήχο) οξύς, διαπεραστικός («φωνὴ λαμπρὰ καὶ φθέγμα τορόν», Λουκιαν.) 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ τορόν η ηχηρότητα, το να είναι ο ήχος διαπεραστικός («τὸ τοῡ προφερομένου λόγου τορὸν καὶ τρανέστατον», Ευστ.) αρχ. 1. (για το… …   Dictionary of Greek

  • τρυπανικός — ή, όν, Α [τρύπανον] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ενέργεια τού τρυπάνου, ο διατρητικός …   Dictionary of Greek

  • τρυπανώδης — ῶδες, ΜΑ [τρύπανον] αυτός που διατρυπά, διατρητικός …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»